Η παρουσία ανθρώπων στην παρακάρλια περιοχή είναι συνεχόμενη από τους προϊστορικούς χρόνους ως σήμερα. Υπόλοιπο της μεγάλης θεσσαλικής προϊστορικής λίμνης που κάλυπτε σχεδόν το σύνολο του θεσσαλικού κάμπου, ό,τι απέμεινε από τα γεωλογικά φαινόμενα μετά την εκκένωσή της μέσω των Τεμπών στο Αιγαίο, η Βοιβηΐδα, όπως αποκαλούνταν στο παρελθόν, αναφέρεται από τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο, τον Στράβωνα και πολλούς περιηγητές νεότερων χρόνων, που περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο την ομορφιά, τον ιδιότυπο, παραλίμνιο, τοπικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε με επίκεντρο την αλιεία και παράλληλα με την γέννηση του νεώτερου ελληνικού κράτους.
Οι ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού έθεσαν τη λίμνη στο επίκεντρο φαραωνικών σχεδίων που συνδέονταν με την κάλυψη των διατροφικών του αναγκών ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η αξιοποίηση του θεσσαλικού κάμπου, ελώδους ή υδατόπυκνου στο μεγαλύτερο ποσοστό του, με σκοπό τη διατροφική επάρκεια μέσω της αγροτικής παραγωγής στη θεσσαλική πεδιάδα, συνδεόταν με έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, αλλά κυρίως εγγειοβελτιωτικά και αποστραγγιστικά. Η πρακτική της αποξήρανσης δεν αφορούσε μόνο την λίμνη Κάρλα. Από πολύ νωρίς (1883) τέθηκε στο επίκεντρο ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, με αποικιοκρατικούς πολλές φορές όρους, και η Κωπαΐδα. Σύμφωνα με μελέτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (1998) το 65% των κύριων λιμνών της χώρας έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποξηρανθεί, με κύρια επιχειρήματα, πέραν της απελευθέρωσης κατάλληλων για γεωργική εκμετάλλευση εδαφών, την τιθάσευση πλημμυρικών φαινομένων και την καταπολέμηση της ελονοσίας (ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960).*
Στο βωμό της προόδου
Η Κάρλα βρίσκεται στο επίκεντρο συνεχών επεμβάσεων από την αρχή του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα, με στόχο τη μεταβολή της σε ξηρά (ολοκληρωτικά το 1962) και τον εκ νέου μερικό επανασχηματισμό της, καθιστώντας έτσι την περιοχή και τον πληθυσμό της αντικείμενο μελέτης τόσο των τεχνικών επεμβάσεων όσο και των πολιτικο-οικονομικών επιπτώσεων του εκάστοτε αναπτυξιακού οράματος. Η τιθάσευση του φυσικού περιβάλλοντος από την ανθρώπινη ευφυία και τα τεχνικά της έργα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά και η ανάγκη της οικονομικής προόδου στα μέσα του, μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο και μια δεκαετία εμφύλιας εμπόλεμης κατάστασης στην ελληνική επικράτεια, καθοδηγούσαν το έργο της αποξήρανσης της Κάρλας για αρκετές δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι και τότε θεωρούνταν πολυδάπανο.
Πρόκειται για περιόδους που η ανάγκη μελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή εδαφολογικών μελετών που θα επιβεβαίωναν τις οικονομικές προβλέψεις τέτοιων έργων δεν συνηθιζόταν καθώς και τα δύο πεδία βρίσκονταν σε εμβρυική κατάσταση. Έτσι, απέναντι στην οργανωμένη πολιτική επικοινωνία της οικονομικής προόδου —επιχείρημα απολύτως οικείο και στην εποχή μας— οι ντόπιοι κάτοικοι είτε δεν εισακούονταν είτε ακολουθούσαν το κυρίαρχο πολιτικο-οικονομικό υπόδειγμα. Με κύρια επιχειρήματα την εξασφάλιση καλλιεργητικών γαιών και την καταπολέμηση της ελονοσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1960 —που ωστόσο δεν αφορούσε την ίδια τη λίμνη όπως προκύπτει από μαρτυρίες αλιέων και περιηγητών, αλλά περιοχές μακρύτερα— ολοκληρώθηκε το έργο της αποξήρανσης μετά από παρεμβάσεις δεκαετιών που περιόριζαν διαρκώς τη λεκάνη απορροής της λίμνης.
Πλούσιο οικοσύστημα
Η λεκάνη απορροής της λίμνης Κάρλας αποτελούσε τμήμα της λεκάνης απορροής του Πηνειού. Στην προ του 1934 κατάσταση η λεκάνη της Κάρλας αποτελούσε το 14,6% εκείνης του Πηνειού. Την τριετία 1937-1940 η λεκάνη της λίμνης απομονώθηκε από αυτή του μεγαλύτερου ποταμού της Θεσσαλίας. Η λίμνη άρχισε να τροφοδοτείται αποκλειστικά από τη δικιά της λεκάνη απορροής της οποίας το 1/3 αποξηραίνεται το 1950-51, μέσω αποστράγγισης και διοχέτευσης του νερού στον Πηνειό ποταμό. Η Κάρλα έτσι περιορίζεται στην βαθύτερη περιοχή της με πολύ χαμηλή στάθμη νερού (3 μ.). Αυτή η βαθμιαία απώλεια νερών για τη λίμνη, ποιοτική και ποσοτική, αποτελεί και τη βασική αιτία της σιωπηλής αποδοχής της αποξήρανσής της το 1962 από τους κατοίκους της περιοχής.
Το οικοσύστημα της λίμνης ήταν πλούσιο. Οι χαρακτηριστικοί καλαμνιώνες της (καλαμιές, ραγάζια ή βρίγια) αποτελούσαν τη φυσική άμυνα της υδρόβιας ζωής απο τους έντονους φυσικούς κυματισμούς και την αλίευση. Η ιχθυοπανίδα της λίμνης περιελάμβανα καρλόψαρα, πλατίστες, μπίζια, γλένια, φιδόψαρα, και κέφαλους. Στα νησάκια της λιμνης και στα γειτονικά βουνά και δάση αναφέρονταν 143 είδη εκ των οποίων 55 θεωρούνται σήμερα προστατευόμενα. Συναντούσε κανείς ερωδιούς, πελαργούς, χουλιαρομύτες, ιβίδες κ.α. Εκτιμάται ότι διαχείμαζαν στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης 1.000.000 πτηνά, ενώ ακόμα και κατά την τελευταία φάση της αποξήρανσης υπολογίσθηκε ότι ξεχειμώνιασαν 450.000 πουλιά.
Εστία πολιτισμού ο βουτυρότοπος
Η Κάρλα έτρεφε τους κατοίκους των γύρω περιοχών, κυρίως μέσω της αλιείας, αλλά και μέσω της γεωργίας όταν αποτραβιόταν το νερό της. Ο ετήσιος ρυθμός της λίμνης καθόριζε εν πολλοίς και τον πολιτισμό της περιοχής, καθώς ο τρόπος ζωής, οι γιορτές, οι διασκεδάσεις, η οικογενειακή ζωή καθορίζονταν εν πολλοίς από τις περιόδους αλίευσης και ανάπαυσης για να προστατευθεί ο γόνος. Οι κάτοικοι της περιοχής ανέπτυσσαν κατά την περίοδο αλίευσης οικισμούς εντός της λίμνης με τις λεγόμενες νεροκαλύβες ή ψαροκαλύβες, ενώ εξέλισσαν και διάφορες τεχνικές ψαρέματος, χαρακτηριστικά και τα δύο του αλιευτικού πολιτισμού και βίου της περιοχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκτός από τις τεχνικές ψαρέματος και τον τρόπο κατασκευής των καλυβών από τα υλικά που παρείχε η λίμνη, εμφάνιζαν και οι επίπεδες βάρκες ή «καράβια» που χρησιμοποιούσαν, οι λεγόμενες πλατσίδες. Τα διάφορα τεχνικά έργα που σταδιακά μείωναν τη στάθμη της λίμνης, περιόριζαν τα ιχθυοαποθέματα, αλλά και την ευεργετική επίδραση του νερού στην ευφορία των εδαφών που εποχιακά αποκαλύπτονταν στην περιφέρειά της.
Η μελέτη με βάση την οποία ολοκληρώθηκε η αποξήρανση της περιοχής προέβλεπε τη δημιουργία ενός ταμιευτήρα στην περιοχή ο οποίος τελικά δεν δημιουργήθηκε με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εξαφάνιση της λίμνης. Το μεγάλο κόστος της κατασκευής του είχε σαν αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί αυτός, ενώ παράλληλα όλες οι μελέτες και η πολιτική ρητορική παρέπεμπαν όλες τις ενστάσεις και αμφιβολίες στην οικονομική αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος προς όφελος των γεωργών και ειδικότερα των ακτημόνων που προηγουμένων ασχολούνταν με την αλιεία.
Οι αλιείς της περιοχής και κυρίως οι παρακάρλιοι γεωργοί έπαιζαν για πολλά χρόνια πριν την αποστράγγισή της το παιγνίδι της λίμνης, που φανέρωνε και ξαναέκρυβε καλιεργήσιμα εδάφη ανάλογα με την εποχή της. Τα «παράβαλτα» όπως τα αποκαλούσαν που αναδύονταν «όταν αποτραβιόταν ο βάλτος» ήταν εύφορα εδάφη, λόγω της επίδρασης του νερού. Οι γεωργοί τα αποκαλούσαν βουτυρότοπο ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Η ανάδυσή τους όμως από το βυθό τους έκανε να πιστέψουν ότι όλο το έδαφος στο βυθό της λίμνης θα έχει τις ίδιες ευεργετικές ιδιότητες. Ο πολιτικός λόγος της εποχής αξιοποίησε την πεποίθηση αυτή και την ενίσχυσε για να κερδίσει τη συναίνεση των αλιέων μέσω της υπόσχεσης παραχώρησης κλήρων.
Ευννοημένοι οι πλούσιοι
Η απόκτηση όμως γαιών στην περιοχή της λίμνης δεν ήταν απρόσκοπτη. Από την πρώτη στιγμή ξεκίνησαν καταπατήσεις απ’ όσους είχαν παραλίμνιες ιδιοκτησίες. Υπάρχει η βεβαιότητα οτι οικονομικά ισχυροί με πολιτική κάλυψη, παράλληλα με την υποχώρηση της λίμνης καταπατούσαν συστηματικά μεγάλες εκτάσεις τις οποίες στη συνέχεια κατοχύρωσαν μετά από προσφυγή στον Άρειο Πάγο με τίτλους κυριότητας. Πολλοί ήταν επίσης αυτοί που εκμεταλλεύθηκαν την ιδιότητα του ακτήμονα πρώην αλιέα της περιοχής για να αποκτήσουν κλήρο στην αποκαλυπτόμενη γη, με την Πολιτεία να μην δίνει ένα τέλος στην καταπάτηση.
Από την άλλη τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για τους μικροκαλλιεργητές, που είδαν τη γη να συγκεντρώνεται ήδη από την πρώτη δεκαετία σε μεγαλοτσιφλικάδες του θεσσαλικού κάμπου. Η διατήρηση στην κυριότητα του Δημοσίου μιας μεγάλης έκτασης για την κατασκευή του ταμιευτήρα που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, είχε σαν αποτέλεσμα την ετήσια και εκ περιτροπής δωρεάν παραχώρηση κλήρων στους δικαιούχους χωρίς όμως να τους δίνεται έτσι το δικαίωμα ούτε να αναπτύξουν δεσμούς με τη γη τους που άλλαζε κάθε χρόνο ούτε και τη χρησικτησία. Βρέθηκαν έτσι εξ αρχής σε μειονεκτική θέση τόσο γιατι δεν είχαν τα απαραίτητα τεχνικά μέσα για να καλλιεργήσουν εντατικά τη γη, όπως οι μεγαλογεωκτήμονες, ούτε και την ευχέρεια να κάνουν σωστή διαχείριση του χρόνου γιατί η Πολιτεία μοίραζε τους κλήρους μεσούσης της καλλιεργητικής περιόδου.
Παροδική ευφορία, άμεση ζημιά
Το όνειρο του βουτυρότοπου κατέρρευσε πολύ γρήγορα. Μετά τα τρία πρώτα χρόνια που δεν ήταν δυνατή καμία καλλιέργεια, η απόδοση των εκτάσεων ήταν εντυπωσιακή τα επόμενα τρία , που ήταν «ξεκούραστα τα εδάφη». Όμως, η μνήμη του νερού είναι ανίκητη, με αποτέλεσμα στο βαθύτερο σημείο της άλλοτε λίμνης μετά από πυκνές βροχοπτώσεις τα εδάφη να πλημμυρίζουν συχνά πυκνά. Τα συχνά πλημμυρικά φαινομενα σε συνδυασμό με την υλοποίηση λιγότερων από τα προβλεπόμενα αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων είχαν σαν αποτέλεσμα τα εδάφη να μην αποκτήσουν την απαιτούμενη σύσταση για πολυκαλλιέργεια. Μοιραία τα εδάφη, αλλά και η βιομηχανική γεωργία οδήγησαν στη μονοκαλλιέργεια. Οι παλιοί γεωργοί εκτίμησαν ότι η γη «κουράστηκε». Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα σε στάρι και βαμβάκι σε συνδυασμό με τα φυτοφάρμακα περιόρισαν την απόδοση της γης.
Παράλληλα, πολύ νωρίς μετά την αποξήρανση, ήδη από το 1965 παρατηρούνται φαινόμενα ρύπανσης τους Παγασητικού κόλπου και της πόλης του Βόλου, πρωτόγνωρα για την εποχή. Το ρέμα Ασμάκι, που χρησιμοποιούνταν για την ανανέωση του νερού της λίμνης, αξιοποιήθηκε από διάφορες βιομηχανίες για την απόρριψη λυμάτων τα οποία έφταναν στην παραλία του Βόλου. Η Θεσσαλική Χαρτοποιία Λάρισας που ξεκίνησε το χορο έδωσε στη συνέχεια σε άλλες βιομηχανίες τη θέση της στη ρύπανση του Παγασητικού, με τους κατοίκους της περιοχής να συνηθίζουν σε μια διαφορετική σχέση με το φυσικό τους περιβάλλον, ανάλογα βίαιη με την επιβληθείσα στις παρακάρλιες περιοχές.
Τα προβλήματα που δημιούργησε τελικά η αποξήρανση της λίμνης άρχισαν να υπερτερούν στο ζύγι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισε να συζητείται ξανά η δημιουργία του ταμιευτήρα. Τελικά, τη δεκαετία του 1990 εκπονήθηκε μελέτη που αποσκοπούσε στη μερική αποκατάσταση του οικοσυστήματος της λίμνης. Μέχρι τότε οι επιπτώσεις από την αποξήρανση είχαν οδηγήσει στη ραγδαία πτώση της υπόγειας υδροφορίας, την εισχώρηση του θαλάσσιου μετώπου στον ευρύτερο χώρο της περιοχής της Κάρλας, τη ρύπανση και του κλειστού Παγασητικό κόλπο και την εμφάνιση φυτοπλαγκτού. Παράλληλα εμφανίστηκαν ρήγματα μεγάλου βάθους στην περιοχή, υπήρξαν όπως ήταν αναμενόμενο δραματικές επιπτώσεις στη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Ως αποτέλεσμα της διατάραξης τους υδάτινου ισοζυγίου παρουσιάστηκαν καταστροφές γεωτρήσεων και ξήρανση πηγών. Η αποξήρανση της λίμνης παρά το γεγονός ότι αύξησε την αγροτική παραγωγή, όχι όσο αναμενόταν, δημιούργησε προβλήματα στην υπάρχουσα παρακάρλια γεωργία, όπως για παράδειγμα στην αμυγδαλοκαλλιέργεια που επηρεάστηκε απο την αλλαγή του μικροκλίματος της περιοχής καθώς χρειάζεται την υγρασία της λίμνης για να προστατευθεί από το κρύο του χειμώνα. Τέλος παρουσιάστηκε πρόβλημα στην υδροδότηση της πόλης του Βόλου και των οικισμών, αποδυκνείοντας οτι επεμβάσεις περασμένων δεκαετιών μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα στο παρόν όπως και οι δικές μας παρεμβάσεις στο μέλλον.
Περιορισμός των περιβαλλοντικών συνεπειών
Το έργο επαναδημιουργίας του ταμιευτήρα ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του Οκτώβρη με στόχο τη μερική αποκατάσταση του (προϋπάρχοντος της αποξήρανσης) οικοσυστήματος, με την επαναδημιουργία της λίμνης και τη δημιουργία των προβλεπόμενων υγροτόπων και φυτικών οικοσυστημάτων γύρω από αυτήν. Η λίμνη που επαναδημιουργήθηκε έχει έκταση 38.000 στρέμματα και μέγιστο όγκο 184 εκατ. κ.μ.
Το έργο αποσκοπεί επίσης στην ανάκαμψη της στάθμης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, που θα επιτευχθεί με υποκατάσταση της χρήσης υπογείων νερών για άρδευση με νερά της δημιουργούμενης λίμνης. Επίσης, στοχεύει στην ενίσχυση της ύδρευσης της μείζονος περιοχής του Βόλου με καλής ποιότητας υπόγειο νερό, καθώς η υποκατάσταση της χρήσης υπογείων νερών της περιοχής για άρδευση με νερά της Κάρλας επιτρέπει την αξιοποίηση μέρους των νερών αυτών για την ύδρευση του Πολεοδομικού Συγκροτήματος του Βόλου, το οποίο σήμερα αντιμετωπίζει έλλειμμα νερού καλής ποιότητας.
Με την ολοκλήρωση του έργου ελαχιστοποιείται επίσης η συμβολή των απορροών της λεκάνης της Κάρλας στη ρύπανση του Παγασητικού κόλπου, με τη συγκέντρωσή τους στη λίμνη. Μετά τη δημιουργία της λίμνης, χρήση της σήραγγας Κάρλας για την απομάκρυνση των νερών της λεκάνης της προς τον Παγασητικό κόλπο θα γίνεται μόνο στην περίπτωση έντονων πλημμυρών ή πλημμυρών μεγάλης χρονικής διάρκειας, όταν πλέον είναι αδύνατη η αντιπλημμυρική λειτουργία της τεχνητής λίμνης. Τέλος, επιτυγχάνεται η βαθμιαία βελτίωση της ποιότητας και η αύξηση της αξιοποιήσιμης ποσότητας των επιφανειακών νερών, μέσω της κατασκευής του ταμιευτήρα και του καθαρισμού των στραγγισμάτων από την άρδευση των καλλιεργειών με φυσικές διαδικασίες. Η αντιστροφή της αποξήρανσης συμβάλει επίσης στην περιβαλλοντική αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής, της χλωρίδας και της πανίδας και ιδιαίτερα της ορνιθοπανίδας μεταναστευτικών πτηνών με τη δημιουργία τριών τεχνητών νησίδων στήριξής της. Σε αντίθεση με πάγιες αντιλήψεις δε η διατήρηση και επαναδημιουργία του υδάτινου όγκου βοηθάει στην αντιπλημμυρική θωράκιση της περιοχής με δεδομένο ότι βρίσκεται υψομετρικά στο χαμηλότερο σημείο του θεσσαλικού κάμπου. Τέλος, αναμένεται αλλαγή του μικροκλίματος της περιοχής (χαμηλότερες θερμοκρασίες το καλοκαίρι υψηλότερες το χειμώνα).
Παρούσες οι προκλήσεις του μέλλοντος
Η ολοκλήρωση του έργου δεν πρέπει να θεωρηθεί ωστόσο το τέλος της διαδρομής. Ήδη κατά τη διάρκεια της υλοποίησης και ενόσω ο ταμιευτήρας γέμιζε με νερό παρουσιάστηκαν προβλήματα στο οικοσύστημα που εχει 13 είδη ψαριών, 181 είδη πουλιών και μία αποικία πελεκάνων, από τη ρύπανση με απόρριψη αποβλήτων ή απο την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών. Λίγο έλειψε δε στις αρχές του 2018 το οικοσύστημα να πεθάνει πριν προλάβει να γεννηθεί όταν επαναλαμβανόμενα περιστατικά μαζικών θανάτων ψαριών λόγω της ύπαρξης παθογόνων μικροοργανισμών που πρέπει να παρακολουθούνται στενά για να μην μετατραπούν τα νερά σε παγίδα θανάτου. Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά ρύπανσης, οι παράνομες αντλήσεις νερού και οι γεωτρήσεις αποτελούν υπαρκτούς κινδύνους, υπενθυμίσεις της ανθρώπινης παρέμβασης ακόμα και σε ένα έργο που θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις αποκατάστασης στην Ευρώπης. Το ζητούμενο είναι η διαχείριση με σεβασμό και προτεραιότητα στην ευημερία του οικοσυστήματος και στη συνετή διαχείριση των υδάτων, ώστε να μην κινδυνεύσει η ζωή που με τόσο κόπο έχει επανέλθει. Η υδρευτική και αρδρευτική διάσταση του έργου όσο κι αν είναι εύλογη μπορεί να καταστεί και επικίνδυνη αν αγνοηθεί η άρρηκτη σύνδεσή της με το υδατικό ισοζύγιο της περιοχής στο οποίο συμβάλλει η «νέα» Κάρλα.
* Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο «Λιμνών αποξηράνσεις: μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας» της Ελένης Κοβάνη, από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2002
Πέτρος Κοντές