Στην περιοχή της λίμνης Κάρλας που το αρχαίο όνομά της ήταν Βοιβηίδα γεννήθηκε από την αρχαιότητα ένας τεράστιος “πολιτισμός του νερού”.
Η λίμνη αυτή επιβίωσε χιλιάδες χρόνια (προϋπήρχε όσο δεν φαντάζεται ο νους του ανθρώπου) μέχρι που κάποιοι σύγχρονοι πολιτικοί αποφάσισαν την αποξήρανσή της. Χρειάστηκε μόνο η κατασκευή μίας σήραγγας 10 χιλιομέτρων για να χαθούν τα νερά της στον Παγασητικό. Τα έργα της αποξήρανσης άρχισαν το 1956.
Το 1960 έφυγε η πρώτη μεγάλη ποσότητα νερού ώσπου το 1962 πραγματοποιήθηκε η οριστική αποξήρανσή της.
Η Κάρλα με την αποξήρανση και με τα σωθικά στεγνωμένα έχασε την άνιση μάχη για τη ζωή και χάθηκε η ελπίδα.
Μετά από την αποξήρανση, όπως ήταν φυσικό, αργά ή γρήγορα η ίδια η φύση θα διέταζε την επαναφορά της ώσπου φτάσαμε στις μέρες μας να υλοποιείται και πάλι η ανασύστασή της. Πριν την αποξήρανσή της το εμβαδόν της λίμνης που είχε μήκος 15 χιλιόμετρα και πλάτος 4-7 χιλιόμετρα μεγάλωνε ή μίκραινε ανάλογα με τα νερά που δεχόταν το χειμώνα. Νερά δεχόταν από τον Πηνειό κι από άλλα μικρότερα ποτάμια και πηγές. Η Κάρλα ήταν μία από τις μεγαλύτερες λίμνες της Ελλάδας.
Το χειμώνα του 1920-21, εξαιτίας των μεγάλων πλημμυρών του Πηνειού η λίμνη κατέλαβε τη μεγαλύτερη έκταση, περίπου 180.000 στρέμματα. Το μέγιστο βάθος της Κάρλας πριν το 1940 ήταν περίπου 5,5 μέτρα.
Η επιφάνειά της αυξομειούμενη από 60.000 -180.000 περίπου στρέμματα ήταν ο μοναδικός υγρότοπος της κεντροανατολικής Ελλάδας, ο οποίος τον τελευταίο χειμώνα της ζωής του φιλοξένησε πάνω από 430.000 υδρόβια πουλιά κρατώντας ως τότε την δεύτερη θέση σαν υγρότοπος υψίστης σημασίας για την Νότια Ευρώπη μετά τον Δούναβη.
Η ύπαρξη της Βοιβηίδας επιβεβαιώνεται ήδη από τον Όμηρο, στον κατάλογο των πλοίων, όταν απαριθμεί τα πλοία που έστειλε κάθε ελληνική πόλη στην τρωική εκστρατεία.
Την ονομασία Βοιβηίς (Βοιβηίδα) η λίμνη πήρε από την πόλη Βοίβη. Η Βοίβη ήταν αρχαία πόλη που βρίσκονταν μπροστά από τα Κανάλια και διατηρήθηκε κατά τον Στράβωνα μέχρι το 280 π.χ. Το αρχαιότερο μνημείο αυτής της πόλης το οποίο είναι το μόνο που διασώζετε έως σήμερα είναι ο επιβλητικός – πανέμορφος – Βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου ο οποίος χρονολογείται στον 12ο ή 13ο αιώνα με ξεχωριστές τοιχογραφίες. Ο θρύλος μιλάει για τη χάρη του Αγίου, πού μαρμάρωσε τα άλογα των Τούρκων και για τη χρυσή κουκουβάγια με τα ρουμπινένια μάτια.
Στα μεσαιωνικά χρόνια η λίμνη αλλάζει όνομα κι από Βοιβηίς γίνεται Κάρλα.
Για το όνομα αυτό πού δόθηκε μεταγενέστερα στη λίμνη υπάρχουν δύο υποθέσεις.
Πρώτον στην εποχή της φραγκοκρατίας και καταλανοκρατίας κάποιος Κάρολος δούκας κυβέρνησε αυτά τα μέρη και νεμόταν τη λίμνη και ονόμασαν τη λίμνη με το όνομά του και δεύτερον παλαιότερα οι γύρο Σλάβοι ονομάσανε τη λίμνη έτσι, επειδή εξουσιαζόταν από κάποιον άρχοντα – κράλη.
Στην αρχαιότητα δύο παραλίμνια χωριά είναι κυρίως γνωστά τα Κανάλια και οι Γλαφυρές ή Κάπουρνα.
Τα Κανάλια ορίστηκαν πρωτεύουσα του Δήμου Βοίβης Β τάξεως με πληθυσμό 2152 κατοίκους, που συστήθηκε με το από 31 Μαρτίου 1883 διάταγμα “Περί της εις δήμους διαιρέσεως της εν τω νομώ Λαρίσης επαρχία Βόλου” και περιελάμβανε τα χωριά Κανάλια, Κάπουρνα και Κερασιά. Ο Δήμος Βιβοιήδος δτατηρήθηκεγια 29 χρόνια (1883-1912) Ανέκαθεν όλοι οι υγρότοποι φιλοξένησαν μεγάλη ποικιλία από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η Κάρλα με τα άφθονα ψάρια της υπήρξε χώρος ανάπτυξης ενός μοναδικού τρόπου ζωής των ανθρώπων που επί αιώνες ασχολούνται με το ψάρεμα στα νερά της. Μια οργανωμένη κοινωνία ψαράδων, κυρίως από το χωριό Κανάλια που στο μεγαλύτερο ποσοστό οι κάτοικοί του ήταν ψαράδες, διαιώνισαν αυτόν τον τρόπο ζωής. Το αρσενικό παιδί ψαρά στα δεκαέξι του χρόνια έπρεπε να γίνεται ψαράς σε καλύβα. Αυτός ήταν ο άγραφος νόμος. Η εκπαίδευση γινόταν από παππού στο γιο και τον εγγονό. Η Κάρλα (γράφουν διάφοροι παλαιοί συγγραφείς) ανήκε στους Καναλιώτες ψαράδες.
Σημαντική είναι η μαρτυρία του Αργύρη Φιλιππίδη, γραμμένη το 1815
“Εις αυτήν την λίμνην εψάρευαν πρώτα οι γειτόνοι, ο καθ’ εις τον σύνορόν του, εις τον καιρόν του Σουλτάν Μουσταφά. Τότε είχεν Λαρισσαίος, Οσμάν εφέντης, τον μουκατά αυτόν, όστις ήταν αγαπημένος του βασιλέως και τον είχε Τσιτεριτάρ εφέντη. Τότε ο ρηθείς εζήτησε χάτι παρά τω βασιλεί, και του εδόθη
ως ηθέλησε, επειδή και ο Κάρλας είναι μέσα εις τον τόπον των Καναλίων, επειδή αυτός ο Κάρλας ήτον χώρα μπροστά εις τον Αγιον Νικόλαον και τον εχάλασεν η λίμνη, και η λίμνη το παλαιό ήτον του Κάρλα. Και αυτού επάνω εξέδωσε χάτι ως βασιλεύς (όπου όλος ο τόπος είναι ιδικός του), ότι όλην την λίμνην Κάρλα να εξουσιάζουν οι Καναλιώται και αυτοί να την δουλεύουν. Και εις αυτόν τον μουκατάν να δίδεται το ουσούρι από τα ψάρια. Και εδέθη με χάτι βασιλικόν, ως είπωμεν, και είναι μέχρι σήμερον των Καναλίων”.
Από τον ίδιο συγγραφέα πληροφορούμαστε επίσης για τη διοίκηση και τη φορολογία της λίμνης κατά την τουρκοκρατία “Εδώ εις τούτην την χώραν (Κανάλια) κάθεται ο βοϊβόντας της λίμνης Κάρλας και όταν τύχη και πάρη τον μουκατάν αυτόν οθωμανός περνούν καλά οι εγκάτοικοι. Όταν δε τον πάρη τινάς από τους Ιλλυρείς τραβούν ταχμέτι, επειδή και έχουν ταμάχι πολύ”.
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι τη λίμνη την ενοικίαζαν με το σύστημα του μουκατά, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε κάποιος να πληρώσει στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο ένα ποσό έναντι των φόρων μιας περιοχής, συνήθως για ένα έτος και κατόπιν να εισπράξει ο ίδιος ή οι υπάλληλοί του τους φόρους της περιοχής.
Όταν ενοικίαζαν την εκμετάλλευση της λίμνης Οθωμανοί, δεν καταπίεζαν τους Καναλιώτες, ενώ όταν την έπαιρναν Ρωμιοί, ήταν σκληροί καταπιεστές.
Οι ψαράδες πουλούσαν τα ψάρια τους στις σκάλες. Η μεγαλύτερη, η κύρια σκάλα (αποβάθρα), ήταν στην θέση Πέτρα, από την οποία γινόταν διακίνηση μέχρι 10-15 τόνων ψαριών την ημέρα. Η δεύτερη σκάλα, η Αηράνη, κοντά στον Αγιο Νικόλαο, αργότερα μεταφέρθηκε μπροστά στα Κανάλια. Η τρίτη σκάλα, Φούρνος (Παλιόσκαλα), λειτούργησε στο Φούρνο, ανάμεσα στα Κανάλια και το Καλαμάκι στη θέση Μαμούκα . Αυτή η σκάλα, ή παράλληλα μ’ αυτή, ανάλογα με τη στάθμη των νερών, λειτουργούσε στην Κουκουραύα (Αμυγδαλή) όταν χαμήλωναν τα νερά και στο Καστρί όταν ήταν τα νερά πολλά. Η πώληση των ψαριών γινόταν πάντοτε με πλειοδοτική_δημοπρασία την καθορισμένη από την Εποπτεία της λίμνης ώρα, συνήθως το απόγευμα. Στη σκάλα συγκεντρώνονταν ψαράδες, έμποροι, μικροπωλητές, μεταφορείς, κι άλλοι παρατρεχάμενοι . Παρόντες ο επόπτης, ο διαχειριστής, οι ζυγιστές. Η διαδικασία αυτή είχε πολύ ενδιαφέρον. Εκτός από τους μεταφορείς έρχονταν και πολλοί άλλοι από όλα τα χωριά και φόρτωναν τα ζώα τους γαλίκια (μεγάλοι κάδοι από καλάμι όπως τα καλάθια)με ψάρια. Με τα ψάρια της Κάρλας γίνονταν μεγάλο εμπόριο σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Ήπειρο, έως και τη Βουλγαρία γιατί τα ψάρια αυτά ήταν περιζήτητα. Στη διάρκεια της Κατοχής τα ψάρια της Κάρλας έσωσαν κυριολεκτικά ζωές.
Κατά τον προηγούμενο αιώνα και μέχρι την αποξήρανση της Κάρλας η λίμνη ελεγχόταν από το Δημόσιο. Η Διεύθυνση της λίμνης επόπτευε τη λίμνη, χορηγούσε άδειες αλιείας και τηρούσε Μητρώα για τους ψαράδες και Λεμβολόγια για τα καράβια (έτσι ονόμαζαν τις βάρκες). Η Υπηρεσία αυτή που είχε έδρα τα Κανάλια απάρτιζαν ένας επόπτης, τρεις διαχειριστές (λογιστές) – ένας για κάθε σκάλα – και πέντε βαλτοφύλακες.
Οι βαλτοφύλακες επέβλεπαν να μη ψαρεύουν οι ψαράδες στην “απεργία” (διάστημα για το οποίο απαγορευόταν το ψάρεμα για την αναπαραγωγή των ψαριών) και να μην γίνεται διακίνηση ψαριών χωρίς δημοπρασία στις σκάλες και χάνει το Δημόσιο φόρους.
Στις σκάλες όπως είπαμε υπήρχε τελωνείο Δημοσίου όπου πλήρωναν φόρο. Η φορολογία του Δημοσίου ήταν 25% επί του ακαθαρίστου ποσού από την πώληση των ψαριών κι έφτασε το 60% στην Ιταλογερμανική Κατοχή. Οι βαλτοφύλακες χρησιμοποιούνταν στις ιχθυόσκαλες κι ως ζυγιστές, ζυγίζοντας τα ψάρια με το καντάρι. Οι διαχειριστές ήταν για τα διπλότυπα και γενικά για την οικονομική υπηρεσία στις ιχθυόσκαλες. Η λίμνη Κάρλα είχε άφθονα ψάρια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το έτος 1917 η ιχθυοπαραγωγή της Κάρλας έφτασε τους 1400 τόνους περίπου, ενώ το έτος 1949 τους 1000 τόνους περίπου. Στις ποσότητες αυτές φυσικά δεν περιλαμβάνονται οι ποσότητες που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για οικογενειακή κατανάλωση καθώς επίσης δεν περιλαμβάνεται η ερασιτεχνική αλιεία και η λαθραλιεία.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όλη η ιχθυοπαραγωγή εσωτερικών υδάτων στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου σε 12.000 τόνους το χρόνο. Αυτό για να κατανοήσουμε την σημαντική ποσοτικά ιχθυοπαραγωγή στην Κάρλα. Η λίμνη Κάρλα έτρεφε λογής λογής ψάρια (τα αποκαλούσαν καρλιώτικα). Τα ψάρια της Κάρλας ήταν οι πλατίτσες, καραπλατίτσες, σαζάνια, γριβάδια, μποτσκάρια, μπίζια, γλίνια, ρέγγες, και χέλια.
Να δούμε τώρα τους ψαράδες και τους τρόπους ψαρέματος στη λίμνη, να αποκαλύψουμε τον εντυπωσιακό λιμναίο οικισμό των ψαράδων με τον ιδιαίτερο παραδοσιακό τρόπο ζωής που επιβίωνε μέχρι τις μέρες μας.
Οι Καναλιώτες ψαράδες έφευγαν από το χωριό αμέσως μετά το Δεκαπενταύγουστο κι επέστρεφαν την Κυριακή των Βαϊων, τον επόμενο χρόνο. Η αναχώρηση γινόταν κατά ομάδες, τα λεγόμενα ντουκάνια.
Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από 2-6 άτομα, μερικές φορές από 7-8. Πήγαιναν προς το βόριο μέρος της λίμνης, (προς το χωριό καλαμάκι) όπου έκαναν αναγνώριση για να φτιάξουν τις καλύβες τους.
Εκεί στις απέραντες εκτάσεις με τις καλαμιές, τα βούρλα και τα ραγάζια έφτιαχναν με μοναδικό τρόπο τις στρογγυλές καλύβες τους επάνω στην επιφάνεια της λίμνης.
Τα μέλη κάθε ομάδας έκαναν αναγνώριση και διάλεγαν το “φουντάνι”. Δηλαδή το μέρος όπου Θα κατασκεύαζαν την καλύβα. Το μέρος αυτό ήταν δέκα στρέμματα περίπου με ραγάζια και καλάμια.
Το βάθος του νερού στο σημείο αυτό ήταν περίπου 50 εκατοστά, γιατί το χειμώνα ανέβαινε η στάθμη του νερού άλλο ένα μέτρο περίπου. Στη συνέχεια η ομάδα έκοβε στο βουνό 10-25 (ανάλογα με το μέγεθος της καλύβας) μακριά ξύλα (λούρα) 6-10 μέτρα μήκος που θα χρησιμοποιούνταν ως όρθια στηρίγματα της καλύβας και 30 – 40 λούρα 3-4 μέτρα μήκος που θα χρησιμοποιούνταν ως οριζόντια στηρίγματα της καλύβας (ζώσματα). Ακόμη έφτιαχναν 30 – 40 δέματα με κλαδιά που έκοβαν από λυγαριές ή άλλους θάμνους. Τα λούρα και τα δέματα τα μετέφεραν από το βουνό στις όχθες της λίμνης με ζώα ή στον ώμο κι από εκεί με καράβια στο φουντάνι (σημείο κατασκευής της καλύβας) μέσα στη λίμνη.
Αφού έφτιαχναν την καλύβα πάνω στα νερά της λίμνης, στην κορυφή της καλύβας τοποθετούσαν ξύλινο σταυρό και μέσα στην καλύβα το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο Κέντρο του δαπέδου της καλύβας τοποθετούσαν μια τετράγωνη πλάκα πάχους περίπου 5 εκατοστά (πέτρινη εστία) και γύρω από αυτή τέσσερις μακρόστενες πέτρες που έμεναν στη θέση τους στερεωμένες με 4 πασσάλους μπηγμένους στο νερό.). Έτσι δημιουργούσαν κοίλωμα στην πέτρινη εστία, το άλειβαν με λάσπη κι η φωτοκαγιά (εστία) ήταν έτοιμη.
Από την κορυφή της καλύβας κρεμούσαν ένα σχοινί πάνω στη φωτοκαγιά που στο κάτω μέρος είχε ξύλινο γάτζο. Από το γάτζο κρεμούσαν την κακκαβούλα (μπακιρένιο σκεύος σε σχήμα ενός μικρού καζανιού) για μαγείρεμα. Αλλο σκεύος που χρησιμοποιούσαν ήταν το τηγάνι.
Τη νύχτα κοιμόντουσαν μέσα στην καλύβα σε κυκλική διάταξη γύρω από τη φωτιά σε στρώματα από καλάμια χωρίς να βγάζουν τα ρούχα τους. Το χειμώνα φορούσαν χοντρά ρούχα και μπότες Επίσης μακριά παντελόνια μέχρι το στήθος από δέρμα κατσίκας μ’ ενσωματωμένες μπότες φορούσαν όταν ψάρευαν με γρίπο και μακαρά για να μπαίνουν μ’ αυτά στο νερό. Μετά το βραδινό φαγητό τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα πριν κοιμηθούν συνήθιζαν να λένε παραμύθια κι ιστορίες.
Κάθε ντουκάνι (ομάδα) είχε την καλύβα του αλλά και τον αρχηγό του (καπετάνιο). Τον τίτλο του καπετάνιου έπαιρνε ο εμπειρότερος και μεγαλύτερος σ’ ηλικία ψαράς. Τα καθήκοντα του καπετάνιου ήταν διοικητικά. Φρόντιζε για την καλή συνεργασία κι αποδοτικότητα της ομάδος, είχε την ευθύνη για το ψάρεμα και το όνομά του γραφόταν στις διπλότυπες αποδείξεις παράδοσης των ψαριών στη σκάλα.
Καλύβες μέσα στη λίμνη έφτιαχναν μόνο οι Καναλιώτες ψαράδες κι ελάχιστοι από άλλα χωριά.
Η οργανωμένη Κοινότητα των ψαράδων ανέπτυξε δικούς της τρόπους ψαρέματος στη λίμνη. Την εφαρμογή αυτών των τρόπων προσδιόρισαν οι τοπικές ιδιαιτερότητες, τα γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής κι η ευρηματικότητα των ανθρώπων της. Οι τρόποι που ψάρευαν ήταν με δίχτυα , το γρίπο με το μακαρά, και τα κατίκια ή ψαροπαγίδες. Το δίχτυ (απλάδι, ρόκα, πανί, τράντα) έπλεκαν οι γυναίκες των ψαράδων από βαμβακερό ή συνθετικό νήμα με τη βοήθεια ξύλινης ή πλαστικής σαϊτας. Το γυροβόλι ήταν ένας χώρος κοντά στην είσοδο της καλύβας περιφραγμένος με κατίκια. Τα γυροβόλια γίνονταν με ποιο χοντρά καλάμια από τα κατίκια για να μην τα σπάνε τα ψάρια. Εκεί οι ψαράδες έριχναν τα ψάρια μετά από κάθε ψαριά (όσα δεν πήγαιναν αμέσως στη σκάλα για πούλημα) για να παραμένουν ζωντανά, μέχρι να τα μεταφέρουν στη σκάλα. Από το γυροβόλι έπαιρναν τα ψάρια μ’ απόχη και τα τοποθετούσαν στο καράβι χύμα. Εκεί τα χώριζαν τοποθετώντας ανάμεσά τους μικρά σανίδια κατά είδος και ποσότητες που ήθελαν, για να είναι εμπορεύσιμη η ποσότητα ανάλογα με τη ζήτηση στη σκάλα.
Στα Προϊστορικά χρόνια σι κάτοικοι των παραλίμνιων οικισμών ήταν οι πρώτοι που διέσχισαν τα νερά της λίμνης με μονόξυλα που κατασκεύασαν από κορμούς δέντρων από τους δασωμένους κοντινούς λόφους, μ’ εσωτερικό κοίλωμα που δημιουργούσαν με τη βοήθεια της φωτιάς.
Από όλες τις ονομασίες των πλωτών μέσων στη λίμνη Κάρλα διατηρήθηκαν μόνο οι ονομασίες “καράβια” ή “πλατσίδες”. Τα καράβια ήταν ζωντανό κομμάτι της ντόπιας ναυπηγικής τέχνης και παράδοσης. Η μορφή τους διαφέρει από κάθε άλλο λιμνίσιο ή πλεούμενο στην Ελλάδα. Τα καράβια (έτσι ονόμαζαν όπως είπαμε τις βάρκες τους οι ψαράδες) είχαν συνήθως 5 μέτρα μήκος κι 1 μέτρο πλάτος. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ντόπιοι ναυπηγοί που κατασκεύαζαν τα καράβια των ψαράδων. Οι τελευταίοι επιζώντες Καναλιώτες κατασκευαστές καραβιών είναι σι Παπαϊωάννου Νικόλαος και Βέργος Γεώργιος. Το ξυλουργείο στο οποίο δούλευαν συνεταιρικά και κατασκεύαζαν τα καράβια υπάρχει ακόμη στα Κανάλια. Σήμερα δεν διασώζεται κανένα παλαιό καράβι της λίμνης παρά μόνο διάσπαρτα σπασμένα κομμάτια ή εργαλεία των καραβιών. Το 1995 οι δύο συνταξιούχοι πλέον παλαιοί επιζώντες καραβομαραγκοί κατασκεύασαν ένα καράβι στο παλαιό ξυλουργείο τους με τον μοναδικό τρόπο που μόνο αυτοί γνωρίζουν πλέον. Το καράβι αυτό τοποθετήθηκε στην Πλατεία των Καναλίων για να θυμούνται σι παλαιότεροι και να μαθαίνουν σι νεώτεροι.
Εκτός από τα καράβια αυτών των διαστάσεων υπήρχαν και καράβια μεγαλύτερων διαστάσεων (περίπου 7 μέτρα μήκος και 2 μέτρα πλάτος) τα οποία τα έλεγαν περατζάνες ή περαταριές. Τα Καράβια αυτά τα χρησιμοποιούσαν για το πέρασμα από τη μια στην άλλη όχθη, κυρίως ανάμεσα στο Καλαμάκι και το Αχίλλειο ή Σωτήριο και αντίστροφα. Με τις περατζάνες μετέφεραν επιβάτες από τα χωριά της περιοχής, ζώα για σφαγή ή για πώληση (πρόβατα, γουρούνια, κατσίκες, γαϊδούρια), καρποί (σιτάρι, καλαμπόκι) κι εμπορεύματα για τα μαγαζιά (λάδι και πετρέλαιο σε βαρέλια, τρόφιμα κτλ). Το βάρος που μετέφεραν οι περατζάνες ξεπερνούσε τα 1.000 κιλά. Τα καράβια λόγω της κατασκευής τους ήταν πολύ σταθερά όταν έπλεαν στη λίμνη. Επειδή όταν είχε κακοκαιρία στη λίμνη δημιουργούνταν μεγάλος κυματισμός κατασκεύαζαν τα καράβια “αμπάσικα”, δηλαδή με χαμηλότερο σήκωμα στο κεφαλάρι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καράβι να φορτώνεται περισσότερο και να αντιμετωπίζει καλύτερα τον κυματισμό, μόνο που ήταν πιο αργοκίνητα. Η κίνηση της βάρκας γίνονταν με δύο μεγάλα κουπιά περίπου 4 μέτρα το κάθε ένα. Οι σκαρμοί των κουπιών ήταν στις άκρες πάνω σε ένα μακρύ ξύλο (το τρεχαντήρι) που εξείχε περίπου 1,50 μέτρο από κάθε πλευρά της βάρκας. Ο ψαράς κωπηλατούσε όρθιος κοιτάζοντας προς το κεφαλάρι της βάρκας.
Με την ολοκληρωτική αποστράγγιση και αποξήρανση της λίμνης Κάρλας πολύ γρήγορα φάνηκαν οι τρομακτικές περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις όπως η ραγδαία πτώση της υπόγειας υδροφορίας (πριν από την αποξήρανση ο υδροφόρος βρισκόταν σ’ ένα βάθος 0,50 έως 3 μέτρων το πολύ, ενώ σήμερα για να βρεθεί νερό, απαιτούνται βαθιές γεωτρήσεις που συνήθως φτάνουν τα 250-350 μέτρα, η εισχώρηση του θαλάσσιου μετώπου στον ευρύτερο χώρο της περιοχής της Κάρλας, η εμφάνιση ρηγμάτων μεγάλου βάθους και μήκους, ακόμα και σε οικισμούς και η καταστροφή κτισμάτων, οι τεράστιες επιπτώσεις στην πανίδα και χλωρίδα της περιοχής, η αδυναμία υδροδότησης πόλεων και οικισμών, η καταστροφή των γεωτρήσεων και η ξήρανση των πηγών (μεταξύ των οποίων και η Ιστορική Υπέρεια Κρήνη Βελεστίνου), και τέλος οι τεράστιες επιπτώσεις σε κοινωνικό επίπεδο.
Μετά την αποξήρανση όσα Κρατικά κτήματα απέμειναν μετά τις καταπατήσεις παραχωρούνταν με νομαρχιακές αποφάσεις που εκδίδονταν κάθε χρόνο. Τα κτήματα αυτά παραχωρούνταν κάθε χρόνο με εικονικό μίσθωμα στους ακτήμονες καλλιεργητές και αυτό γινόταν για να μη μπορούν σι ακτήμονες να αποκτήσουν δικαιώματα. Την έννοια του ακτήμονα την χρησιμοποιούσε πρώτα από όλους η Πολιτεία όπως κάθε φορά βολεύονταν προκειμένου να καλύψει τα μικροπολιτικά της οφέλη.
Οι νόμοι που ψηφίστηκαν για την παραχώρηση καλλιέργειας των εκτάσεων της λίμνης είναι πάρα πολλοί. Το νομικό πλαίσιο όμως παρέμεινε έως τις μέρες μας χαώδες.
Μεγάλη ήταν η κοινωνική και επαγγελματική διαφοροποίηση των κατοίκων της περιοχής. Οι κάτοικοι ιδιαίτερα των Καναλίων και των οικισμών που βρίσκονται στις ανατολικές όχθες της λίμνης υποχρεώθηκαν σ’ έντονες αλλαγές. Καταργήθηκε το περιβάλλον τους, χάθηκε ο υγρός κόσμος τους, άλλαξε η ζωή τους. Από άνθρωποι του νερού έγιναν άνθρωποι της γης κι εκεί που έπιαναν ψάρια, τώρα έσπερναν σιτάρι.
Πρώτοι οι ψαράδες διαμαρτυρήθηκαν με πορεία στη νωπή ακόμα λάσπη τού πυθμένα της λίμνης, αμέσως μετά το άδειασμα του νερού της στον Παγασητικό Κόλπο. Οι Καναλιώτες ψαράδες ίδρυσαν σχεδόν αμέσως, το 1964, το Σύνδεσμο Αλιέων Αποστραγγισθείσης Λίμνης Κάρλας. Στα Κανάλια, ποσοστό 30% των κατοίκων μετανάστευσε μετά την αποξήρανση στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά και στο εξωτερικό. Ποσοστό 40% στράφηκε στη γεωργία μέσα στο χώρο της λίμνης, αλλά και στις παρόχθιες εκτάσεις στις οποίες καλλιεργούσαν κυρίως αμυγδαλιές. Ένα άλλο ποσοστό 20% έγιναν βιομηχανικοί εργάτες στις βιομηχανίες του Βόλου και ένα άλλο ποσοστό 10% που προϋπήρχε στη σύνθεση του πληθυσμού των Καναλίων, ασχολείται με την κτηνοτροφία.
Μικρότερες ήταν οι επιπτώσεις στην οικονομία των οικισμών της δυτικής όχθης της λίμνης που κατά κύριο λόγο ήταν ανέκαθεν αγροτική.
Πριν λίγα χρόνια αποφασίστηκε η επανασύσταση της λίμνης Κάρλας και άρχισε η υλοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα έργα της Ελλάδος. Η νέα λίμνη Κάρλα θα έχει έκταση 38.000 στρεμμάτων. Το έργο περιλαμβάνει μεγάλα αναχώματα (από την ανατολική τη νότια και τη δυτική πλευρά της λίμνης), μεγάλους συλεκτήρες οι οποίοι θα μεταφέρουν τα νερά της βροχής αλλά και νερά από τον ποταμό Πηνειό στο εσωτερικό της λίμνης, αντιπλημμυρικά και αρδευτικά έργα, δεντροφυτεύεις, μουσείο λιμναίου πολιτισμού, κέντρα πληροφόρησης πολιτών, κατασκευή δύο μικρών νήσων εσωτερικά της λίμνης για καταφύγια πουλιών, δρόμους περιμετρικά της λίμνης, πλακόστρωτα μονοπάτια στην γύρω περιοχή, ποδηλατόδρομους κλπ.
Η επαναδημιουργία της λίμνης Κάρλας θα έχει ως αποτέλεσμα αφ’ ενός να επέλθει ξανά η ισορροπία στη φύση και αφ’ ετέρου να μετατραπεί η περιοχή σε πόλο έλξης επισκεπτών για παρατήρηση και ψυχαγωγία.
Είναι έργο πολύπλευρης σημασίας που απαιτεί σύνεση, φροντίδα και αγάπη για τη Μητέρα Φύση με γνώμονα τη σωστή διαχείριση της από εμάς που αγαπάμε τον τόπο μας αλλά Κυρίως από την Πολιτεία.
Τα στοιχεία αυτού του κειμένου γράφτηκαν από το βιβλίο του Κου Ιωάννη Ρούσκα. “Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΑΡΛΑΣ”
Φωτο header: Ψαράς στην λίμνη Κάρλα / Φωτο του Δημ. Λέτσιου