Η Κάρλα με τα άφθονα ψάρια της, υπήρξε ο χώρος όπου αναπτύχθηκε ένας μοναδικός τρόπος ζωής των ανθρώπων που επί αιώνες ψάρευαν στα νερά της. Οι Καναλιώτες, κυρίως, ψαράδες αποτελούσαν μια οργανωμένη κοινωνία ψαράδων που διαιώνισαν αυτόν τον τρόπο ζωής, από πατέρα σε γιο, ως την αποξήρανση της λίμνης το 1962.
Η λίμνη διέθετε τρεις ιχθυόσκαλες. Η μεγαλύτερη ονομάζονταν αποβάθρα και βρίσκονταν στην Πέτρα. Στην αποβάθρα γίνονταν η διακίνηση των ψαριών, τα οποία έφταναν ως και δεκαπέντε τόνους τη μέρα. Η δεύτερη ιχθυόσκαλα ονομάζονταν Αερανή και βρίσκονταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο και η τρίτη, που ονομάζονταν παλαιόσκαλα, βρίσκονταν ανάμεσα στα Κανάλια και το Καλαμάκι.
Στη σκάλα συγκεντρώνονταν κάθε πρωί μικροπωλητές και έμποροι απ’όλη τη Θεσσαλία για να συμμετέχουν στην πώληση των ψαριών. Τα περιζήτητα ψάρια της λίμνης πωλούνταν και στο παζάρι και των Καναλίων, ενώ το μεγάλο εμπόριο των ψαριών έφτανε ως τη Φθιώτιδα, την Ήπειρο και τη Βουλγαρία.
Σχετικά με τα ψάρια της λίμνης ο Α. Φιλιππίδης αναφέρει: «έχει ψάρια πλήθος τεσσάρων και πέντε ειδών. Έχει ένα είδος ασπροπλατύτζα, άλλο δε καραπλατύτζα γλυκά και νόστιμα. Έχει γλίνους. Το πλήθος όπου έβγαινε ακατάπαυστα είναι μπουτζινάρια. Αυτά από πενήντα δράμια γίνονται τέσσαρες και πέντε οκάδες. Αυτά κάμνουν την ευτυχία της λίμνης. Εβγαίνουν μερικές φορές και χέλια πολλά ολίγα, νοστιμώτατα και γλυκά.»
Ο Νικόλαος Μάγνης αναφέρει ότι η λίμνη «τρέφει και παράγει άπειρον πλήθος ιχθύων μικρών τε και μεγάλων, καλουμένων κυπρίων (σαζανίων). Παράγει δε και εγχέλεις εξαίρετους, αλλ’ ολίγους.» (Γεωργιάδης Ν., 1995)
Σύμφωνα με τον Κατάλογο των ιχθύων της Ελλάδος και την Ελληνική Ωκεανολογία και Λιμνολογία του Ινστιτούτου Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών (τόμος ΧΙ 1972—1973 σελ. 421-598, Αθήναι) ο Παν. Σ. Οικονομίδης αναφέρει ότι η ιχθυοπανίδα της Κάρλας περιελάμβανε τα παρακάτω είδη:
1. Κυπρίνος Το ψάρι αυτό ήταν το πιο κοινό στην Κάρλα. Στην τοπική ονομασία διακρινόταν σε σαζάνι (γριβάδι) από μια οκά κι επάνω και μπουτσικάρι μέχρι μισή οκά. Τα σαζάνια έφταναν μέχρι 25 κιλά
Ο κυπρίνος (cyprinus caprio). Το ψάρι αυτό στην τοπική κοινωνία ήταν γνωστό ως σαζάνι ή γριβάδι. Ήταν ένα μεγάλο ψάρι με χρυσαφί χρώμα και στρόγγυλα λέπια, που φτάνει σε μήκος το 1 μέτρο και σε βάρος έως 25 κιλά. Διέφερε από την πεταλούδα, γιατί έφερε μουστάκια στις άκρες του στόματός του. Ο κυπρίνος αποτελούσε το πιο γνωστό ψάρι της λίμνης και αλιεύονταν σε τεράστιες ποσότητες, λόγω της εύγεστης γλυκιάς σάρκας του.
2. Τσιρό(ω)νι Στην τοπική ονομασία πλατίτσα, ασπρίτσα. Το ψάρευαν σε μεγάλες ποσότητες.
Τσιρώνι (Rutilus Rutilus), γνωστό και ως ασπροπλατίτσα, με χρυσαφί χρώμα και κόκκινα πτερύγια, που μπορούσε να φτάσει στην καλύτερη περίπτωση τα 40 εκατοστά μήκος και βάρος το 1 κιλό.
3. Κοκκινομάτης Στην τοπική ονομασία πλατίτσα, καραπλατίτσα, τσερνίτσα, κοκκι-νοφτέρα.
Ο κοκκινομάτης ή κοκκινοφτέρα (scerdinius), όπου συγγένευε με το τσιρώνι, με τη μόνη διαφορά ότι τα μάτια αυτού του ψαριού είχαν μια πιο ερυθρή απόχρωση. Το ψάρι ήταν γνωστό και ως καραπλατίτσα και αλιεύονταν σε μεγάλες ποσότητες.
4. Μπίζι Στην τοπική ονομασία σίρκο, ουγλί ή πράσινη σαρδέλα.
Το μπιζί (allurnus alburnus), που στην τοπική ονομασία ήταν γνωστό ως πράσινη σαρδέλα, λόγω της πράσινης ρίγας που έφερε το σώμα του. Το ψάρι αυτό είχε το μέγεθος μιας κοινής σαρδέλας. Τα τελευταία χρόνια η ποσότητα του είδους αυτού του ψαριού είχε μειωθεί αρκετά.
5. Κέφαλος Στην τοπική ονομασία σκαρούνι, μουστακάτο.
Ο κέφαλος (Lenciscus cephalus), που συγγένευε με τον κέφαλο της θάλασσας με βασικές διαφορές ότι ήταν πιο μεγαλόσωμος, είχε πιο στρογγυλά λέπια και το χρώμα του είχε μια ήπια χρυσαφί απόχρωση. Το ψάρι αυτό αλιεύονταν σε επίσης μεγάλες ποσότητες και ζύγιζε μέχρι και 2 κιλά.
6. Πεταλούδα Πιθανό να πρόκειται για τον κοκκινομάτη.
Η πεταλούδα (carasius carasius) γνωστό και ως μεγάλο χρυσόψαρο, έμοιαζε πολύ με τον κυπρίνο, μόνο που το σώμα της ήταν πιο πιεσμένο πλευρικά. Η πεταλούδα μπορούσε να φτάσει τα 40-45 εκατοστά σε μήκος και είχε βάρος έως 3 κιλά. Όπως το γριβάδι, έτσι και η πεταλούδα αλιεύονταν σε πολύ μεγάλες ποσότητες.
7. Συρτάρι Στην τοπική ονομασία συρτής, σύρτι, ασπρόψαρο, μπουρνόψαρο, γουρουνομύτης. Το mosquito fish, γνωστό ως κουνουπόψαρο, ήταν ένα επίσης μικροσκοπικό ψάρι, που τρέφονταν με κουνούπια και προνύμφες κουνουπιών. Βασικό χαρακτηριστικό των κουνουπόψαρων αποτελούσε η μαύρη κηλίδα που έφεραν στην κοιλιά τους.
8. Γωβιός Στην τοπική ονομασία χρύσκος, σέτσκα, περόνι.
Ο γωβιός (gobio gobio) γνωστός ως χρυσίσκος, ήταν ένα μικρό ψάρι λίγων εκατοστών, που συγγένευε με το γωβιό της θάλασσας. Το ψάρι αυτό αλιεύονταν σε πολύ μικρές ποσότητες, χωρίς καμία εμπορική αξία.
9. Ταινία Στην τοπική ονομασία φιδόψαρο, βίνος.
Η ταινία (colitis taenia) γνωστό στην τοπική κοινωνία και ως φιδόψαρο, ήταν ένα μικροσκοπικό ψάρι που έφερε μουστάκια στο στόμα του και καφέ κηλίδες γύρω από το σώμα του.
10. Χέλι Το χέλι (anquilla anquilla), το οποίο τα τελευταία χρόνια, λίγο πριν από την αποξήρανση της λίμνης, είχε σχεδόν εξαφανιστεί.
Τα ψάρια της λίμνης ήταν νόστιμα και η ιχθυοπαραγωγή μεγάλη που επέφερε στους Καναλιώτες σημαντικό εισόδημα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ποτέ δεν έλειψαν τα χρήματα από τους Καναλιώτες και σε σχέση με τα γύρω χωριά αυτοί θεωρούνταν πλούσιοι.
Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την ιχθυοπαραγωγή στις διάφορες χρονικές περιόδους.
Στις ποσότητες αυτές δεν περιλαμβάνονται οι ποσότητες που δικαιούνταν οι ψαράδες για οικογενειακή κατανάλωση, η λαθραλιεία κι η ερασιτεχνική αλιεία. Από την παραγωγικότητα της λίμνης σε ψάρια, την ποικιλότητα των ειδών της ιχθυοπανίδας και ορνιθοπανίδας και τον αριθμό των διαχειμαζόντων πουλιών η λίμνη θα πρέπει να ήταν εύτροφη με μεγάλη σταθερότητα του οικοσυστήματος. Το ποικίλο κι εξαιρετικά πλούσιο σε είδη οικοσύστημα είχε δημιουργήσει μια ισχυρότατη παραγωγική βάση. Στην απόδοση και σταθερότητα του οικοσυστήματος συντελούσαν ο συνεχής εμπλουτισμός της λίμνης με θρεπτικές ουσίες, το μικρό της βάθος που επέτρεπε τη διείσδυση της ηλιακής ενέργειας κι η διακύμανση της στάθμης που απέληγε σε σημαντικές αυξομειώσεις της επιφάνειας της λίμνης. Τέλος, οι συχνές πλημμύρες του Πηνειού πρόσθεταν μεγάλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών κι εμπλούτιζαν τα νερά της.
Τα ψάρια της λίμνης ήταν πολύ νόστιμα. Στους δρόμους των παρακάρλιων χωριών απλωνόταν η ευχάριστη μυρωδιά των ψαριών της Κάρλας μαγειρεμένων με πολλούς τρόπους. Τα Κανάλια μοσχοβολούσαν από τις ψαρόπιτες κι οι Καναλιώτες κατανάλωναν πολλά ψάρια, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ψαράδες. Οι Κερασιώτες αποκαλούσαν περιπαιχτικά τους Καναλιώτες «καρλιόψαρα».
Τόση ήταν η νοστιμιά των ψαριών της Κάρλας, ώστε οι Ζαγοριανοί αν και ζούσαν σε παραθαλάσσια χωριά προτιμούσαν τα καρλιώτικα ψάρια, τα οποία μετέφεραν στα χωριά της Ζαγοράς Ζαγοριανοί κερατζήδες. Τα νόστιμα ψάρια της Κάρλας διακρίνει από τα άνοστα της Κωπαΐδας ο Αργύρης Φιλιππίδης.
Οι ψαράδες της λίμνης ζούσαν για εννιά περίπου μήνες σε καλύβες δίπλα στο νερό. Ο λιμναίος αυτός οικισμός αποτελούνταν από εκατό περίπου καλύβες και ήταν ανδροκρατούμενος. Η οργανωμένη κοινότητα των ψαράδων είχε αναπτύξει δικούς της τρόπους ψαρέματος στη λίμνη. Χρησιμοποιούσαν κυρίως το δίχτυ, το οποίο έπλεκαν οι γυναίκες των ψαράδων, τις ψαροπαγίδες από καλάμια που έπλεκαν οι ίδιοι, καθώς και κοντάρια.
Η ιχθυοπαραγωγή της Κάρλας ήταν μεγάλη και επέφερε ένα πολύ σημαντικό εισόδημα.