Αυτή είναι μια διαδρομή που η περισσότερη γίνεται μέσα σε δάσος οξιάς και βαδίζει κυρίως σε υψόμετρο οχτακοσίων μέτρων περίπου. Δεν πολυπερπατιέται και σε ορισμένα σημεία πάει να κλείσει το μονοπάτι.
Το ξεκίνημα της διαδρομής αυτής γίνεται από το καλντερίμι που κατηφορίζει αριστερά από την πλατεία της ’νω Κερασιάς, όπως ακριβώς περιέγραψα και στη διαδρομή ’νω Κερασιά – Φλαμούρι. Κι εδώ ακολουθούμε την ίδια διαδρομή μέχρις ενός σημείου. Κατηφορίζουμε δηλαδή στη μικρή ρεματιά που είναι μέσα στο χωριό, φτάνουμε στο γκρεμισμένο τοξωτό γεφύρι, ανηφορίζουμε στο λίγο καλντερίμι που υπάρχει μετά το γεφύρι, και τελειώνοντας το καλντερίμι αυτό χωρίζουν οι δυο διαδρομές. Το μονοπάτι που πάει για το μοναστήρι του Φλαμουριού συνεχίζει ευθεία μπροστά, ενώ το μονοπάτι που πάει για το μοναστήρι της Σουρβιάς φεύγει λοξά προς τα δεξιά, και βαδίζει πλάι από το περιφραγμένο κτήμα με τις καρυδιές, ακριβώς στο βορειοδυτικό όριό του. Φτάνοντας στη βορειοδυτική γωνία αυτού του κτήματος, το μονοπάτι αρχίζει και ανηφορίζει κάπως απότομα με κατεύθυνση βορειανατολική. Το έδαφος είναι πετρώδες με αρκετές κινούμενες πέτρες μέσα στο μονοπάτι, που για το λόγο αυτό θέλει πολλή προσοχή στο βάδισμα για να μην πέσουμε. Η βλάστηση είναι πυκνή θαμνώδης όλο με πουρνάρια. Η πλαγιά που ανεβαίνουμε είναι απότομη και το μονοπάτι μετά από λίγο γίνεται κι αυτό απότομο, ανεβαίνει σχεδόν ευθεία, και σιγά-σιγά η κατεύθυνσή του γίνεται νοτιοανατολική. Προς τα μισά περίπου αυτής της ανηφοριάς περνάει το μονοπάτι ανάμεσα από λίγες χαμηλές δρεις και κατόπιν πάλι ανάμεσα από πουρνάρια. Το μονοπάτι είναι ευδιάκριτο, καθαρό και ακολουθεί σχεδόν την ίδια κατεύθυνση. Σε λίγο φτάνουμε σε μεγάλες οξιές και αμέσως μετά βγαίνουμε σε μεγάλο ξέφωτο που περιβάλλεται από πολύ μεγάλες οξιές.
Βαδίζουμε προς το μέσον αυτού του ξέφωτου και κατευθυνόμαστε προς την ανατολική μεριά του, όπου ανάμεσα από τις μεγάλες οξιές υπάρχει μονοπάτι το οποίο κατευθύνεται στην αρχή βορειοανατολικά-ανατολικά και κατόπιν ανατολικά. Η πορεία μας συνεχίζει μέσα σε δάσος από οξιές, και σε λίγο φτάνουμε σε σημείο που διακλαδίζεται το μονοπάτι. Το ένα βαδίζει προς τα εμπρός και λίγο αριστερά, το άλλο που πρέπει να ακολουθήσουμε πηγαίνει προς τα εμπρός και λίγο δεξιά. Ακολουθώντας το λοιπόν είναι καθαρό και βαδίζει σε οριζόντιο έδαφος, πάντα σε δάσος με οξιές. Η κατεύθυνση εδώ είναι ανατολική, αλλά σιγά-σιγά διαγράψει ένα ελαφρό τόξο το μονοπάτι και κατευθύνεται για λίγο νοτιανατολικά, αλλά πάλι επανέρχεται στην ανατολική του κατεύθυνση και αρχίζει να κατηφορίζει ομαλά προς μία λάκκα.
Φτάνοντας σ’ αυτή τη λάκκα συναντάμε το δασικό δρόμο που έρχεται από την Άνω Κερασιά, Κάτω Γούρα και κατευθύνεται προς τα Κοκκινόγεια και Πουρί. Από ‘δω και για τετρακόσια μέτρα περίπου βαδίζουμε σ’ αυτόν το δασικό δρόμο με κατεύθυνση νοτιοανατολική στην αρχή. Κατόπιν ο δρόμος στρίβει απότομα ανηφορίζοντας, και η κατεύθυνσή του γίνεται ανατολική – βορειανατολική. Διακρίνουμε κάπου-κάπου το μονοπάτι αριστερά από το δρόμο, αλλά δια τηρείται για λίγα μέτρα μονάχα.
Τελικά φτάνοντας σε περιοχή που αραιώνει η βλάστηση λιγάκι και σι οξιές γίνονται πιο χαμηλές από πριν, βρίσκουμε μετά από μια αριστερή στροφή του δρόμου το μονοπάτι το οποίο φεύγει λοξά προς τα δεξιά. Το ακολουθούμε, βαδίζουμε ανάμεσα από οξιές μέτριου ύψους και. πολύ πυκνές, και στη συνέχεια βγαίνουμε σε ανοιχτό μέρος το οποίο έχει στρώσει μηχάνημα και το χρησιμοποιούν για να φορτώνουν ξυλεία στα φορτηγά.
Ακριβώς στην απέναντι μεριά αυτού του πλατώματος συνεχίζει το μονοπάτι. Το ακολουθούμε και η πορεία μας γίνεται νότια. Και εδώ οι οξιές είναι πυκνές, μέτριου ύψους, και το μονοπάτι καθαρό και φαρδύ. Μετά από δέκα λεπτά όμως το μονοπάτι περιορίζεται από τις οξιές που τα κλαριά τους μπαίνουν μέσα στο μονοπάτι. Χρειάζεται κάπως περισσότερή προσοχή από ‘δω και πέρα, γιατί μπορεί να χάσουμε το μονοπάτι. Γενικά όμως η πορεία του είναι νότια, και αλλού είναι πιο ευδιάκριτο αλλού δυσδιάκριτο.
Με τις ίδιες συνθήκες συνεχίζουμε στο μονοπάτι, και μετά από δεκαπέντε λεπτά περίπου βγαίνουμε σε ξέφωτο με λίγες φτέρες. Συνεχίζουμε προς την ίδια πάντα κατεύθυνση, και αμέσως ξαναμπαίνουμε στο δάσος της οξιάς. Ο ορίζοντας είναι περιορισμένος, γιατί δεξιά και αριστερά υπάρχουν πλαγιές κατάφυτες από οξιές. Το μονοπάτι στη συνέχεια αρχίζει και βαδίζει σε μέρος που μοιάζει περισσότερο με ρεματιά, που κι εδώ συνεχίζει το δάσος με τις οξιές.
Η κατεύθυνση συνεχίζει να είναι νότια, και μετά από δέκα λεπτά περίπου φτάνουμε σε ξέφωτο. Εδώ το μονοπάτι αλλάζει κατεύθυνση σιγά-σιγά και γίνεται νοτιοανατολική και στη συνέχεια ανατολική. Βγαίνοντας απ τ’ αυτό το ξέφωτο η πορεία μας ξαναγίνεται νότια και μετά από λίγο φτάνουμε σε πλάτωμα με αραιότερα δένδρα και με ένα μεγάλο μαντρί. Στη νό τια μεριά απ’ αυτό το μαντρί υπάρχει ξέφωτο με γρασίδι. Από την νοτιοδυτική πλευρά αυτού του ξέφωτου κατηφορίζει απότομα το μονοπάτι, το οποίο μπαίνει αμέσως σε δάσος με οξιές, και τελικά μετά από δέκα λεπτά περίπου φτάνει στο μοναστήρι της Σουρβιάς από την ανατολική του μεριά.
Τα κελιά αυτού του μοναστηριού είναι όλα γκρεμισμένα εκτός από δυο, στα οποία μπορεί κανείς να απαγκιάσει σε περίπτωση κακοκαιρίας. και να σκεφτεί κανείς ότι στα κελιά ετούτου του μοναστηριού βρήκαν καταφύγιο Πολλοί αντιστασιακοί κατά τα χρόνια της κατοχής. και όχι μόνον αυτό. Κατά τα ίδια εκείνα χρόνια, εδώ υπήρχε το τυπογραφείο που τύπωναν τις προκηρύξεις και την αντιστασιακή εφημερίδα. Αλλά και το καθολικό του μοναστηριού είναι σε κατάσταση που αν δεν το φροντίσουν θα καταρρεύσει.
Από το βιβλίο του Νίκου Χαρατσή «ΟΔΗΓΟΣ ΠΗΛΙΟΥ ΓΙΑ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΕΣ»
Διαδρομές σε καλντερίμια και μονοπάτια στο βουνό των Κενταύρων
Εκδόσεις: ΓΡΑΦΗ